Μετάβαση στο περιεχόμενο

troublesome

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός troublesome
συγκριτικός more troublesome
υπερθετικός most troublesome

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
troublesome < trouble + -some

Επίθετο

[επεξεργασία]

troublesome (en)

  • ενοχλητικός, μπελαλίδικος, που προκαλεί μπελάδες, πόνο κτλ. για μεγάλο χρονικό διάστημα
      troublesome children - ενοχλητικά παιδιά
      troublesome furniture - μπελαλίδικα έπιπλα
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη annoying