Μετάβαση στο περιεχόμενο

tuition

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tuition (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (επίσημο) η διδασκαλία
  2. (και tuition fees) τα δίδακτρα
      Children’s tuition (fees) are yet another financial burden for the family.
    Τα δίδακτρα των παιδιών είναι ένα πρόσθετο οικονομικό βάρος για την οικογένεια.