turkmène
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
turkmène (fr) αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
turkmène | turkmènes |
turkmène (fr) αρσενικό ή θηλυκό