Μετάβαση στο περιεχόμενο

turkmène

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

turkmène (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
turkmène turkmènes

turkmène (fr) αρσενικό ή θηλυκό