unconditional
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
unconditional (en)
- απεριόριστος, άνευ όρων, απόλυτος, ανεπιφύλακτος, ρητός
- (μαθηματικά:) απόλυτος, ρητός
unconditional (en)