unconditional
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | unconditional |
συγκριτικός | more unconditional |
υπερθετικός | most unconditional |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- unconditional < un- + conditional
Επίθετο
[επεξεργασία]unconditional (en)
- χωρίς όρους, άνευ όρων, ανεπιφύλακτος
- ⮡ unconditional aid - βοήθεια χωρίς όρους
- ⮡ unconditional surrender - παράδοση άνευ όρων
- ⮡ unconditional acceptance - ανεπιφύλακτη αποδοχή