under suspicion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
under suspicion (en)
- (ιδιωματισμός) είμαι ύποπτος
- ↪ Is the woman under suspicion?
- Η γυναίκα είναι ύποπτη;
- ↪ Is the woman under suspicion?