underage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
underage (en)
- ανήλικος (σύμφωνα με το νόμο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
underage (en)
- το έλλειμμα