undersigned
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]undersigned (en) (χωρίς παραθετικά)
- (επίσημο) υπογεγραμμένος, που έχει υπογραφεί, συνήθως στο τέλος μιας επίσημης επιστολής
The letter is undersigned by the manager.
- Η επιστολή είναι υπογεγραμμένη από το διευθυντή.