unhappily

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unhappily < unhappy + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

unhappily (en)

  • δυσάρεστα
    He very unhappily accepted my decision.
    Δέχτηκε πολύ δυσάρεστα την απόφασή μου.

Πηγές[επεξεργασία]