unhappily
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
unhappily (en)
- δυσάρεστα
- ↪ He very unhappily accepted my decision.
- Δέχτηκε πολύ δυσάρεστα την απόφασή μου.
- ↪ He very unhappily accepted my decision.