unicorn
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
unicorn | unicorns |
unicorn (en)
- ο μονόκερως
- ⮡ The unicorn is magical.
- Ο μονόκερος είναι μαγικός.
- ⮡ The unicorn is magical.
ενικός | πληθυντικός |
unicorn | unicorns |
unicorn (en)