Μετάβαση στο περιεχόμενο

unicorn

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
unicorn unicorns

unicorn (en)

  • ο μονόκερως
      The unicorn is magical.
    Ο μονόκερος είναι μαγικός.