Μετάβαση στο περιεχόμενο

unity

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

unity (en)

  • ενότητα (η κατάσταση του να είμαστε ενωμένοι)