unseasonable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʌnˈsiːz(ə)nəb(ə)l/
Επίθετο[επεξεργασία]
unseasonable (en)
- παράδοξος καιρός για την εποχή του
- (μεταφορικά) άκαιρος
unseasonable (en)