unseasonable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʌnˈsiːz(ə)nəb(ə)l/

Επίθετο[επεξεργασία]

unseasonable (en)

  1. παράδοξος καιρός για την εποχή του
  2. (μεταφορικά) άκαιρος