unterscheiden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
unterscheiden (de)
- διακρίνω, ξεχωρίζω
- sich unterscheiden - διακρίνομαι, ξεχωρίζω, διαφέρω