διαφέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαφέρω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διαφέρω < δια- + φέρω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯aˈfe.ɾo/ & /ðʝaˈfe.ɾo/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐φέ‐ρω
Ρήμα
[επεξεργασία]διαφέρω, πρτ.: διέφερα, απαρ.: διαφέρει, αόρ.: διέφερα (χωρίς παθητική φωνή)
- είμαι διαφορετικός, παρουσιάζω μια ή περισσότερες διαφορές από κάτι άλλο
- ⮡ Σε τι διαφέρει το ατύχημα από το δυστύχημα;
- (για μεγέθη) είμαι μεγαλύτερος ή μικρότερος από κάτι άλλο
- ※ Στα διάφορα κράτη μέλη (της ΕΕ), παρατηρούνται μεγάλες διαφορές στον τομέα της υγείας, για παράδειγμα: τα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας τον πρώτο χρόνο ζωής διαφέρουν κατά πέντε μονάδες (@ec.europa.eu)
- υπερέχω, ξεχωρίζω
- ⮡ Δοκιμάστε το προϊόν μας! Διαφέρει!
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]με διαφερ-, διαφορ-
- αδιάφορα (επίρρημα)
- αδιαφόρετα (επίρρημα)
- αδιαφόρετος
- αδιαφόρευτα (επίρρημα)
- αδιαφόρευτος
- αδιαφορία
- αδιαφόριστα (επίρρημα)
- αδιαφόριστος
- αδιαφοροποίητος
- αδιάφορος
- αδιαφορώ
- διαφορά & σύνθετα
- διαφορετικά (επίρρημα)
- διαφορετικός
- διαφορετικότητα
- διαφορητικός
- διαφορίζω, διαφορίζομαι
- διαφορικό
- διαφορικός
- διαφορισμός
- διαφόρηση
- διάφορο
- διαφοροποιημένος
- διαφοροποίηση
- διαφοροποιήσιμος
- διαφοροποιητικός
- διαφοροποιώ, διαφοροποιούμαι
- διάφορος
- διαφοροτρόπως
- διαφοροϋψής, διαφοροϋψές
- διαφόρωση
- ενδιαφέρω & συγγενικά
- μικροδιαφορά
- πολυδιαφέρω
- ψιλοαδιάφορος
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- διαφέρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- διαφέρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | διαφέρω | διαφέρομαι |
Παρατατικός | διέφερον | διεφερόμην |
Μέλλοντας | διοίσω | διοίσομαι |
Αόριστος | διήνεγκα, διήνεγκον | διηνεγκάμην & διηνέχθην |
Παρακείμενος | διενήνοχα | |
Υπερσυντέλικος | διενηνόχειν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]διαφέρω
- μεταφέρω από πάνω ή απέναντι
- (για χρόνο) περνώ τη ζωή μου
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 68 (66-70)
- δι᾽ αἵματ᾽ ἐκποθένθ᾽ ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ | τίτας φόνος πέπηγεν οὐ διαρρύδαν. | διαλγὴς ἄτη διαφέρει | τὸν αἴτιον παναρκέτας νόσου βρύειν | [τοὺς δ᾽ ἄκραντος ἔχει νύξ].
- Απ᾽ τα αίματα που χύθηκαν και τα ᾽πιε η μάνα η Γη, | έπηξε η στάλα ασκόρπιστη, εκδίκηση ως να βρει· | σ᾽ άγρια μαρτύρια ο ένοχος μαύρη ζωή περνά | και δεν του λείπει βάσανο να μην τον τυραγνά.
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- δι᾽ αἵματ᾽ ἐκποθένθ᾽ ὑπὸ χθονὸς τροφοῦ | τίτας φόνος πέπηγεν οὐ διαρρύδαν. | διαλγὴς ἄτη διαφέρει | τὸν αἴτιον παναρκέτας νόσου βρύειν | [τοὺς δ᾽ ἄκραντος ἔχει νύξ].
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 10 @scaife.perseus
- βίον διήνεγκʼ εὐγενῆ τε παρθένον
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 68 (66-70)
- φέρω διαμέσου, φέρω ως το τέλος
- αντέχω ως το τέλος, βαστώ, υποφέρω, φέρνω εις πέρας
- μεταφέρω προς διαφορετικές κατευθύνσεις, διασκορπίζω ή αναζητώ, ψάχνω, διασχίζω
- διαδίδω, εξαπλώνω ολόγυρα
- σχίζω στα δυο, τεμαχίζω
- (αμετάβατο) διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ανόμοιος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 503
- οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν.
- Χαιρεφώντας ολόφτυστος θα γίνεις.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 503
- (μεταφορικά) κατευνάζω, καταπραΰνω την οργή
- (για γυναίκα) εγκυμονώ
- (αμετάβατο) διακρίνομαι, υπερέχω
- (αμετάβατο) (σε απρόσωπη σύνταξη) με ενδιαφέρει, με νοιάζει, διαφέρει, έχει διαφορά
- (για πεποίθηση, αντίληψη) επικρατώ, υπερισχύω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 83.1
- τὸ δὲ ἀντιτετάχθαι ἀλλήλοις τῇ γνώμῃ ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκεν·
- Ο ανταγωνισμός δημιούργησε απόλυτη δυσπιστία
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- τὸ δὲ ἀντιτετάχθαι ἀλλήλοις τῇ γνώμῃ ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκεν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 83.1
- (στην παθητική φωνή) διαφέρω, συγκρούομαι, ανταγωνίζομαι, μάχομαι, φιλονικώ (βλ. οἱ διαφερόμενοι: οι διάδικοι)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 173.2
- διενειχθέντων δὲ ἐν Κρήτῃ περὶ τῆς βασιληίης τῶν Εὐρώπης παίδων Σαρπηδόνος τε καὶ Μίνω, ὡς ἐπεκράτησε τῇ στάσι Μίνως, ἐξήλασε αὐτόν τε Σαρπηδόνα καὶ τοὺς στασιώτας αὐτοῦ·
- Όταν όμως στην Κρήτη ξέσπασε φιλονικία ανάμεσα στα παιδιά της Ευρώπης, το Σαρπηδόνα και το Μίνωα, για το ποιός θα γίνει βασιλιάς, επειδή από τη φιλονικία νικητής βγήκε ο Μίνως, έδιωξε από εκεί το Σαρπηδόνα και τους επαναστάτες του·
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- διενειχθέντων δὲ ἐν Κρήτῃ περὶ τῆς βασιληίης τῶν Εὐρώπης παίδων Σαρπηδόνος τε καὶ Μίνω, ὡς ἐπεκράτησε τῇ στάσι Μίνως, ἐξήλασε αὐτόν τε Σαρπηδόνα καὶ τοὺς στασιώτας αὐτοῦ·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 173.2
- (στην παθητική φωνή) (για απόψεις, θεωρίες) διαχωρίζω, διίσταμαι
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]παράγωγα & σύνθετα με διαφερ-, διαφορ-
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- διαφέρω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- διαφέρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαφέρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)