διαφέρω τήν ψῆφον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαφέρω τὴν ψῆφον: ρήμα διαφέρω (εδώ με ενεργητική σημασία: διαφοροποιώ,δίνω με διαφορετικό τρόπο - τοποθετώ) + αιτιατική: τὴν ψῆφον του ψῆφος
Έκφραση[επεξεργασία]
διαφέρω τὴν ψῆφον
- προσδίδω διαφορετική σημασία στη ψήφο μου, την καταμετρώ εναντίον του άλλου, δίνω την ψήφο μου εναντίον άλλου
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 138 → δείτε παράθεμα στο διαφέρων
- δίνω την ψήφο μου σε κάποιον
Πηγές[επεξεργασία]
- διαφέρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.