ununseptium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ununseptium | ununseptiums |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ununseptium (fr) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: ουνουσέπτιο (ή τενέσιο)