unwashed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
unwashed (en) (χωρίς παραθετικά)
- άπλυτος, που είναι βρόμικος γιατί δεν έχει πλυθεί
unwashed (en) (χωρίς παραθετικά)