unwashed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unwashed < un- + washed

Επίθετο[επεξεργασία]

unwashed (en) (χωρίς παραθετικά)

  • άπλυτος, που είναι βρόμικος γιατί δεν έχει πλυθεί
    unwashed plates/clothes - άπλυτα πιάτα/ρούχα
    How can he sleep on unwashed sheets?
    Πώς μπορεί και κοιμάται σε άπλυτα σεντόνια;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unclean

Πηγές[επεξεργασία]