uovo
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά
(it)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
uovo
uova
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
uovo
(it)
(
γαστρονομία
)
αβγό
Κατηγορίες
:
Ιταλική γλώσσα
Ουσιαστικά (ιταλικά)
Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
Γαστρονομία (ιταλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Aragonés
Azərbaycanca
Български
Brezhoneg
Català
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Frysk
Galego
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
कॉशुर / کٲشُر
Kurdî
Кыргызча
Lëtzebuergesch
Lombard
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Македонски
Монгол
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Română
Armãneashti
Русский
Sängö
Gagana Samoa
Svenska
Тоҷикӣ
Tagalog
Türkçe
Oʻzbekcha / ўзбекча
Vèneto
中文