urologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
urologique | urologiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
urologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
urologique | urologiques |
urologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό