useful
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | useful |
συγκριτικός | more useful |
υπερθετικός | most useful |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]useful (en)
- χρήσιμος
- ⮡ His advice proved useful.
- Οι συμβουλές του αποδείχτηκαν χρήσιμες.
- ⮡ His advice proved useful.