Μετάβαση στο περιεχόμενο

useful

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός useful
συγκριτικός more useful
υπερθετικός most useful

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
useful < use + -ful

Επίθετο

[επεξεργασία]

useful (en)

  • χρήσιμος
      His advice proved useful.
    Οι συμβουλές του αποδείχτηκαν χρήσιμες.

Σύνθετα

[επεξεργασία]