vaginalement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

vaginalement < vaginale, θηλυκό του vaginal + -ment

Επίρρημα[επεξεργασία]

vaginalement (fr)

  • σχετικά με τον γυναικείο κόλπο, μέσω του κόλπου