validi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

validi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα validi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας validas validanta validata
αόριστος validis validinta validita
μέλλοντας validos validonta validota
υποθετική validus - -
προστακτική validu - -

validi (eo)

  1. επικυρώνω, εφαρμόζω
    la oferto validas la regulojn de la kompanio - η προσφορά εφαρμόζει τον κανονισμό της εταιρείας