vegan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vegan < περικοπή του vegetarian
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vegan (en)
- (αρσενικό ή θηλυκό) βίγκαν