vend
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | vend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vends |
αόριστος | vended |
παθητική μετοχή | vended |
ενεργητική μετοχή | vending |
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]- vendre, στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Εσθονικά (et)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vend (et)