Μετάβαση στο περιεχόμενο

vend

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας vend
γ΄ ενικό ενεστώτα vends
αόριστος vended
παθητική μετοχή vended
ενεργητική μετοχή vending

vend (en) (επίσημο)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

vend (fr) vend (fr)

  • vendre, στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vend (et)