vend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
- vendre, στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής
[επεξεργασία]
Εσθονικά (et)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vend (et)