Μετάβαση στο περιεχόμενο

van

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
van vans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

van (en)



      ενικός         πληθυντικός  
van vans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

van (fr) αρσενικό