ver
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αφρικάανς (af) [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ver (af)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ver (fr) αρσενικό (πληθυντικός: vers)
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη verm-
Ισπανικά (es) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ver (es)
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ver (pt)