veto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
veto | vetos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]veto (fr) αρσενικό
- το βέτο, η αρνησικυρία
ενικός | πληθυντικός |
veto | vetos |
veto (fr) αρσενικό