videur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
videur | videurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
videur (fr) αρσενικό
- ο πορτιέρης (ενός νάιτ κλαμπ κ.α.), o μπράβος
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Αυτός που « αδειάζει » τους δύσκολους πελάτες.