videur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
videur videurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

videur (fr) αρσενικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Αυτός που « αδειάζει » τους δύσκολους πελάτες.