violoncelista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
violoncelista (pt) < από το violoncelo + -ista
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
violoncelista | violoncelistas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
violoncelista (pt)