Μετάβαση στο περιεχόμενο

visiteur

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
visiteur visiteurs

visiteur (fr) αρσενικό