volatility
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
volatility (en)
- η πτητικότητα
- η ικανότητα για πτήση
- ψυχολογική αστάθεια
- το να είναι κανείς απρόβλεπτος
- η οικονομική αβεβαιότητα, αστάθεια