volumétrie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
volumétrie volumétries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

volumétrie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]