Μετάβαση στο περιεχόμενο

voter

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
voter < vote + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
voter voters

voter (en)

  • ο/η ψηφοφόρος
      The party, by adopting extreme views, isolated itself politically and lost many voters.
    Το κόμμα υιοθετώντας ακραίες απόψεις απομονώθηκε πολιτικά κι έχασε πολλούς ψηφοφόρους.



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɔ.te/

voter (fr)