voter
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
voter | voters |
voter (en)
- ο/η ψηφοφόρος
- ⮡ The party, by adopting extreme views, isolated itself politically and lost many voters.
- Το κόμμα υιοθετώντας ακραίες απόψεις απομονώθηκε πολιτικά κι έχασε πολλούς ψηφοφόρους.
- ⮡ The party, by adopting extreme views, isolated itself politically and lost many voters.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]voter (fr)