waive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
waive (en)
- παραιτούμαι από κάτι, πχ ένα δικαίωμα ή ένα αγαθό