walk-in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

walk-in < walk + in

Επίθετο[επεξεργασία]

walk-in (en) (χωρίς παραθετικά)

  • εντοιχιζόμενος, που είναι αρκετά μεγάλο για να μπω μέσα
    a sliding-door walk-in closet - συρόμενη ντουλάπα εντοιχιζόμενη

Πηγές[επεξεργασία]