wchodzenie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

wchodzenie < wchodzić (wejść)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wchodzenie (pl) ουδέτερο