Μετάβαση στο περιεχόμενο

wchodzenie

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

wchodzenie < wchodzić (wejść)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wchodzenie (pl) ουδέτερο