whimsy
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
whimsy (en)
- φαντασία με παιχνιδιάρικη διάθεση
- σπιρτόζικο και συνήθως χιουμοριστικό παιχνίδισμα
- έξυπνη ή νοητική τσαχπινιά
- συμπεριφορική ακράτεια, καπρίτσιο, αναίτια δράση ή παράδοξος χαρακτήρας
- και whim (en): εργάτης-βαρούλκο-βίντσι μεταλλεύματος