whist
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]whist (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- whist < (άμεσο δάνειο) αγγλική whist
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]whist (fr) αρσενικό