Μετάβαση στο περιεχόμενο

widespread

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός widespread
συγκριτικός more widespread
υπερθετικός most widespread

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
widespread < wide + spread

Επίθετο

[επεξεργασία]

widespread (en)

  • εξαπλωμένος, διαδεδομένος, εκτεταμένος
      The goal of this fund is to achieve widespread use of basic social services.
    Ο στόχος του ταμείου αυτού είναι να επιτύχει τη εξαπλωμένη χρήση βασικών κοινωνικών υπηρεσιών.
      It is a widespread practice.
    Είναι διαδεδομένη συνήθεια.
      widespread damage - εκτεταμένες ζημιές
      The five-day week has become widespread in Europe.
    Η εβδομάδα των πέντε ημερών γενικεύθηκε στην Ευρώπη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη common

Αντώνυμα

[επεξεργασία]