wigilia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wigilia (pl) θηλυκό
- η παραμονή, η προηγούμενη μέρα από κάποια γιορτή
- (ειδικότερα) η παραμονή των Χριστουγέννων