wigilia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

wigilia < λατινική vigilia

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wigilia (pl) θηλυκό

  1. η παραμονή, η προηγούμενη μέρα από κάποια γιορτή
  2. (ειδικότερα) η παραμονή των Χριστουγέννων

Συγγενικά

[επεξεργασία]