wróg

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vruk/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wróg (pl) αρσενικό

  1. εχθρός
    • czy pani mąż miał jakichś wrogów? - μήπως είχε ο αντρας σας κάποιους εχθρούς;
    • piętnastu naszych żołnierzy dostało się w ręce wroga - δεκαπέντε στρατιώτες μας πιάστηκαν από τον εχθρό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]