wycieczka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
wycieczka < wyciekać
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɨˈʨ̑ɛ.t͡ʃ̑ka/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wycieczka (pl) θηλυκό
- η εκδρομή