wynajem
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɨ̃ˈnajɛ̃m/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wynajem (pl) αρσενικό
- το ενοίκιο (το αντίτιμο για ενοικίαση)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη wynajmować (pl)