zazwyczaj

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

zazwyczaj < za zwyczaj (για/σαν συνήθειο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zaˈzvɨt͡ʃ̑aj/
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

zazwyczaj (pl)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη zwyczaj