zeszyt
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]zeszyt (pl) αρσενικό
- το τετράδιο
- zeszyt w kratkę, w linie, do nut, gładkie - τετράδιο με τετραγωνάκια, με γραμμές, μουσικής, λευκό