zeszyt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

zeszyt (pl) < zeszyć (pl)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈzɛʃɨt/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

zeszyt (pl) αρσενικό

  1. το τετράδιο
    zeszyt w kratkę, w linie, do nut, gładkie - τετράδιο με τετραγωνάκια, με γραμμές, μουσικής, λευκό