zeszyt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zeszyt (pl) αρσενικό
- το τετράδιο
- zeszyt w kratkę, w linie, do nut, gładkie - τετράδιο με τετραγωνάκια, με γραμμές, μουσικής, λευκό