zigzag
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]zigzag (en)
- το ζιγκ ζαγκ
Επίθετο
[επεξεργασία]zigzag (en)
- που έχει σχήμα ζιγκ ζαγκ
Επίρρημα
[επεξεργασία]zigzag (en)
- σε μορφή ζιγκ ζαγκ
Ρήμα
[επεξεργασία]zigzag (en)
- κινούμαι κάνοντας ζιγκ ζαγκ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]zigzag (fr), des zigzags.
- ζιγκ ζαγκ
- ⮡ Le chemin fait plein de zigzags. - Ο δρόμος είναι γεμάτος ζιγκ ζαγκ.
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]zigzag (it)