zumachen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
zumachen (de)
- κλείνω
- mach die Tür zu - κλείσε την πόρτα
zumachen (de)