écorcher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écorcher < δημώδης λατινική excorticare < cortex, φλοιός
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
écorcher (fr)
écorcher (fr)