γδέρνω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γδέρνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐγδέρνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐκδέρω[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɣðeɾ.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γδέρ‐νω
Ρήμα
[επεξεργασία]γδέρνω, αόρ.: έγδαρα, παθ.φωνή: γδέρνομαι, π.αόρ.: γδάρθηκα, μτχ.π.π.: γδαρμένος
- αφαιρώ εξολοκλήρου το δέρμα από ένα νεκρό ζώο
- προκαλώ με αιχμηρό αντικείμενο ένα γδάρσιμο
- (μεταφορικά) παίρνω πολλά χρήματα από κάποιον πουλώντας του κάτι σε υπερβολική τιμή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γδέρνω | έγδερνα | θα γδέρνω | να γδέρνω | γδέρνοντας | |
β' ενικ. | γδέρνεις | έγδερνες | θα γδέρνεις | να γδέρνεις | γδέρνε | |
γ' ενικ. | γδέρνει | έγδερνε | θα γδέρνει | να γδέρνει | ||
α' πληθ. | γδέρνουμε | γδέρναμε | θα γδέρνουμε | να γδέρνουμε | ||
β' πληθ. | γδέρνετε | γδέρνατε | θα γδέρνετε | να γδέρνετε | γδέρνετε | |
γ' πληθ. | γδέρνουν(ε) | έγδερναν γδέρναν(ε) |
θα γδέρνουν(ε) | να γδέρνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έγδαρα | θα γδάρω | να γδάρω | γδάρει | ||
β' ενικ. | έγδαρες | θα γδάρεις | να γδάρεις | γδάρε | ||
γ' ενικ. | έγδαρε | θα γδάρει | να γδάρει | |||
α' πληθ. | γδάραμε | θα γδάρουμε | να γδάρουμε | |||
β' πληθ. | γδάρατε | θα γδάρετε | να γδάρετε | γδάρτε | ||
γ' πληθ. | έγδαραν γδάραν(ε) |
θα γδάρουν(ε) | να γδάρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γδάρει | είχα γδάρει | θα έχω γδάρει | να έχω γδάρει | ||
β' ενικ. | έχεις γδάρει | είχες γδάρει | θα έχεις γδάρει | να έχεις γδάρει | έχε γδαρμένο | |
γ' ενικ. | έχει γδάρει | είχε γδάρει | θα έχει γδάρει | να έχει γδάρει | ||
α' πληθ. | έχουμε γδάρει | είχαμε γδάρει | θα έχουμε γδάρει | να έχουμε γδάρει | ||
β' πληθ. | έχετε γδάρει | είχατε γδάρει | θα έχετε γδάρει | να έχετε γδάρει | έχετε γδαρμένο | |
γ' πληθ. | έχουν γδάρει | είχαν γδάρει | θα έχουν γδάρει | να έχουν γδάρει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γδαρμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γδαρμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γδαρμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γδαρμένο |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γδέρνω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γδέρνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)