ξέγδαρμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέγδαρμα τα ξεγδάρματα
      γενική του ξεγδάρματος των ξεγδαρμάτων
    αιτιατική το ξέγδαρμα τα ξεγδάρματα
     κλητική ξέγδαρμα ξεγδάρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξέγδαρμα < ξεγδέρνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξέγδαρμα ουδέτερο

  • το γδάρσιμο, η εκδορά, το επιπόλαιο τραύμα στο οποίο συνήθως δεν παρατηρείται αιμορραγία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]