ξεγδέρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεγδέρνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεγδέρνω

  • προκαλώ επιφανειακές ζημιές στο δέρμα αφαιρώντας ένα μέρος του εξωτερικού στρώματός του, γδέρνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]